- σκαφείο
- το / σκαφεῑον, ΝΑεργαλείο για σκάψιμο, σκαπάνη, αξίνααρχ.1. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο με το οποίο άναβαν το ιερό πυρ οι Εστιάδες παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῡ ἡλίου φλόγα καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ μάλιστα τοῑς σκαφείοις», Πλούτ.)3. πιθ. σκάφη, λεκάνη («λέβης σκαφεῑον ὄλμος λήκυθος», Κλέαρχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -εῖον].
Dictionary of Greek. 2013.